-
1 νεο-εργής
νεο-εργής, ές, erkl. Hesych. νεωστὶ εἰργασμένος, s. νεουργής.
См. также в других словарях:
νεοεργής — νεοεργής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νεωστὶ εἰργασμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + εργής (< ἔργον), πρβλ. κακο εργής] … Dictionary of Greek